ᾠώδης

ᾠώδης
ᾠώδης
egg-like
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ᾠώδης
egg-like
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ᾠώδης
egg-like
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωώδης — ες / ᾠώδης, ῶδες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα αβγού 2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν τού αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + ώδης*] …   Dictionary of Greek

  • ᾠώδεις — ᾠώδης egg like masc/fem acc pl ᾠώδης egg like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”